- αμεριμνόμεριμνος
- η, ον крайне беспечный, беззаботный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεριμνομέριμνος — ἀμεριμνομέριμνος, ον (λέξη τού Αδ. Κοραή) ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)] … Dictionary of Greek
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek